- επαναρρίπτω
- ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ἐπαναρριπτοῦντες — ἐπαναρρῑπτοῦντες , ἐπαναρρίπτω throw up in the air pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)